ορνιθοπώλης

ορνιθοπώλης
ο (Α ὀρνιθοπώλης)
ιδιοκτήτης ορνιθοπωλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -πώλης (< πωλῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀρνιθοπώλης — dealer in birds masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθοπῶλαι — ὀρνιθοπώλης dealer in birds masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθοπώλην — ὀρνιθοπώλης dealer in birds masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • αλεκτρυονοπώλης — ἀλεκτρυονοπώλης, ο (Α) ορνιθοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεκτριών όνος + πώλης < πωλῶ] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθάς — ὀρνιθᾱς, ὁ (Α) ορνιθοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. καρκιν άς)] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοπωλείο — το (Α ὀρνιθοπωλεῑον) [ορνιθοπώλης] κατάστημα πώλησης ορνίθων …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”